- ὀλοά
- ὀλοόςdestructiveneut nom/voc/acc plὀλοά̱ , ὀλοόςdestructivefem nom/voc/acc dualὀλοά̱ , ὀλοόςdestructivefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀλοάν — ὀλοά̱ν , ὀλοός destructive fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοάς — ὀλοά̱ς , ὀλοός destructive fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοός — (I) ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, ή, όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, ον (Α) 1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας» … Dictionary of Greek